- τρισευτυχισμένος
- -η, -ο, Νπολύ ευτυχισμένος, πανευτυχής.επίρρ...τρισευτυχισμέναμε πολλή ευτυχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι-* + ευτυχισμένος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρισευτυχισμένος — η, ο πολύ ευτυχισμένος, ευτυχέστατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek
τρισευτυχής — ές, Μ τρισευτυχισμένος, πανευτυχής. επίρρ... τρισευτυχῶς με μεγάλη ευτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + εὐτυχής] … Dictionary of Greek
τρισμακάριστος — η, ο / τρισμακάριστος, ον ΝΜΑ τρισευλογημένος ή τρισευτυχισμένος (α. «ὦ τρισμακάριστον ξύλον, ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστός», Μηναί. β. «βίος τρισμακάριστος», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ / τρι * + μακαριστός (< μακαρίζω), πρβλ. παμ μαχάριστος] … Dictionary of Greek
υπερευδαίμων — ον, Α [εὐδαίμων] πανευτυχής, τρισευτυχισμένος … Dictionary of Greek
τρισμακάριστος — η, ο τρισευτυχισμένος: Τρισμακάριστοι άγιοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)